Η κανονική άδεια των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα

Α. Ο τρόπος χορηγήσεως των αδειών
Κατά το ισχύον από 1-1-2004 σύστημα (Ν. 3302/04 σε συνδυασμό με το άρθρο 61 του Ν. 4808/21, άδεια δικαιούνται να λάβουν οι προσλαμβανόμενοι μισθωτοί αμέσως (κατ’ αναλογίαν του χρόνου απασχολήσεώς τους στον ίδιο εργοδότη), χωρίς να χρειάζεται δηλαδή η συμπλήρωση βασικού χρόνου (12 μηνών ή 10 μηνών).
Συγκεκριμένα:
α) Για το πρώτο ημερολογιακό έτος (έτος προσλήψεως) οφείλεται αναλογία αδείας, βάσει της πλήρους αδείας των 20 ημερών επί πενθημέρου και των 24 ημερών επί εξαημέρου, χορηγουμένη υποχρεωτικώς μέχρι την 31 Μαρτίου του επομένου έτους.
β) Για το δεύτερο ημερολογιακό έτος, οφείλεται επίσης αναλογία αδείας (τμήματα), ανάλογα προς το χρόνο υπηρεσίας, βάσει των 20 ημερών επί πενθημέρου και των 24 ημερών επί εξαημέρου, (μέχρι συμπληρώσεως 12 μηνών υπηρεσίας), και βάσει των 21 ημερών και των 25 ημερών αντιστοίχως (μετά από τη συμπλήρωση 12μήνου). Αν δεν χορηγηθούν τμήματα αδείας μέχρι 31-12, πρέπει να χορηγηθεί ολόκληρη η άδεια μέχρι 31-3 του επομένου έτους. Εάν κατά τον υπολογισμό των τμημάτων αδείας προκύπτει δεκαδικός αριθμός (ατελής διαίρεση, ιδίως επί πενθημέρου), ο αριθμός αυτός στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα εφ’ όσον υπερβαίνει το 0,50.
γ) Για το τρίτο ημερολογιακό έτος (καθώς και για τα επόμενα), σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, και μάλιστα από την 1η Ιανουαρίου του κάθε έτους, οφείλεται στον μισθωτό ολόκληρη η άδεια, η οποία αντιστοιχεί στο κάθε ημερολογιακό έτος.
Η άδεια αποτελείται από 21 ή 22 ημέρες επί πενθημέρου και από 25 ή 26 ημέρες επί εξαημέρου, αναλόγως αν ο συγκεκριμένος μισθωτός κατά το χρονικό σημείο λήψεως της αδείας του και μέχρις εξαντλήσεως αυτής, έχει ή όχι συμπληρώσει 12 ή 24 μήνες αντιστοίχως, απασχολήσεως στον εργοδότη.
δ) Για μισθωτούς που έχουν 12 έτη υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε εργοδότη με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας και ανεξαρτήτως ειδικότητος, ο υπολογισμός της αδείας κατά το πρώτο, δεύτερο, τρίτο κ.λπ. έτη γίνεται βάσει των 25 ημερών επί πενθημέρου και των 30 ημερών επί εξαημέρου. Επίσης μισθωτοί με 10 έτη στον ίδιο εργοδότη δικαιούνται 25 ημέρες άδεια επί πενθημέρου και 30 επί εξαημέρου.
ε) Στους μισθωτούς που έχουν συμπληρώσει 25 έτη υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας προστίθεται μία επί πλέον εργάσιμη ημέρα.
Κρίσιμο σημείο για την εξεύρεση του αριθμού των ημερών αδείας, είναι το χρονικό σημείο χορηγήσεως της αδείας. Επειδή όμως είναι επιτρεπτή η κατάτμηση της αδείας, πρέπει να δεχθούμε ότι αν μέσα στο ημερολογιακό έτος και μετά από τη λήψη της αδείας συμπληρώνωνται οι προϋποθέσεις λήψεως επί πλέον ημερών (π.χ. συμπλήρωση της 10ετίας στον ίδιο εργοδότη), τότε ο μισθωτός δικαιούται μέχρι 31 Μαρτίου του επομένου έτους να λάβει και τις επί πλέον αυτές ημέρες αδείας.
Β. Ημέρες υπολογιζόμενες στην άδεια
Υπολογίζονται μόνον οι εργάσιμες ημέρες. Επί επιχ/σεων συνεχούς λειτουργίας, ως «εργάσιμες» θεωρούνται και οι Κυριακές και ημέρες αργίας, κατά τις οποίες, κατά το πρόγραμμα εργασίας, οφείλεται η παροχή εργασίας. Για τους μισθωτούς με πενθήμερο δεν περιλαμβάνεται στις ημέρες αδείας η 6η ημέρα της εβδομάδος κατά την οποία δεν απασχολούνται (περιλαμβάνεται όμως ως προς τις αποδοχές αδείας).
Γ. Χρόνος χορηγήσεως της αδείας
Ο χρόνος χορήγησης της άδειας διακανονίζεται μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να λαμβάνουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός διμήνου από την στιγμή που διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα από την πλευρά του εργαζομένου. Υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια μέχρι 31 Μαρτίου του επομένου έτους έστω και αν η άδεια δεν έχει ζητηθεί. Η άδεια χορηγείται αυτουσία (κανονικώς, μόνον κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας η αξίωση μετατρέπεται σε χρηματική). Κατά τα δύο πρώτα έτη η άδεια χορηγείται, κατά νόμον, κατά τμήματα, ενώ από το τρίτο ημερολογιακό έτος και εφεξής, ολόκληρη.
Kατάτμηση αδείας, κατά το τρίτο και εφεξής έτος, κατά τα οποία χορηγείται ολόκληρη, επιτρέπεται κατά την περ. 3 Υποπαρ. IA.14 N. 4093/12 ως εξής:
α) Kατ’ εξαίρεση, σε δύο περιόδους εξ αιτίας ιδιαιτέρως σοβαράς ή επειγούσης ανάγκης της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως. Στην περίπτωση αυτή η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των 6 ή 5 εργασίμων ημερών (6ήμερο – 5νθήμερο) και επί ανηλίκων, των 12 ημερών. Δεν απαιτείται έγκριση από το ΣEΠE.
β) Σε περισσότερες των δύο περιόδους, από τις οποίες η μία (οποιαδήποτε) πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 ή 10 εργάσιμες ημέρες (6ήμερο – 5νθήμερο) ή επί ανηλίκων 12 εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Oι έγγραφες αιτήσεις των μισθωτών (μία ή περισσότερες, για κάθε ζητούμενο τμήμα αδείας) πρέπει να διατηρούνται στην επιχείρηση επί πέντε έτη ώστε να επιδεικνύονται στους Επιθεωρητές Εργασίας σε τυχόν έλεγχο (βλ. τι στοιχεία πρέπει να διατηρούνται από τον εργοδότη).
γ) Σε επιχειρήσεις που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικκό, με ιδιαίτερη σώρευση εργασίας σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσωπικό μπορεί με απόφαση του εργοδότη να χορηγείται το τμήμα των 10 ή 12 εργασίμων ημερών (πενθήμερο – εξαήμερο) οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους. Το έγγραφο της αποφάσεως του εργοδότη πρέπει να διατηρείται στην επιχείρηση επί 5 έτη.
Πάντως για κάθε διένεξη ως προς την άδεια, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να προσφεύγουν στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.
Δ. Αποδοχές και επίδομα αδείας
Κατά την διάρκεια της αδείας οφείλονται στον μισθωτό οι «συνήθεις αποδοχές», εκείνες δηλαδή που θα ελάμβανε εάν απασχολείτο στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο. Oι συνήθεις αποδοχές δεν ταυτίζονται με τις τακτικές αποδοχές αφού δεν περιλαμβάνουν και παροχές (τακτικές) που χορηγούνται σε άλλα χρονικά σημεία του έτους. Δεν περιλαμβάνουν π.χ. αναλογία των επιδομάτων εορτών.
Οι αποδοχές αδείας είναι οι ίδιες τόσο για μισθωτούς με πενθήμερο όσο και για μισθωτούς με εξαήμερο, αφού, όπως είναι γνωστό, και στο σύστημα του πενθημέρου οφείλεται αμοιβή και για την 6η ημέρα της εβδομάδος (6 ημερομίσθια ή 6/25 του μισθού καθ’ εβδομάδα), όπως και στο εξαήμερο. Το οφειλόμενο σε κάθε περίπτωση αδείας επίδομα αδείας είναι ίσο με τις αποδοχές αδείας, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τον μισό μισθό ή τα 13 ημερομίσθια.
Tονίζεται ότι το ανωτέρω όριο των αποδοχών ενός 15νθημέρου ή 13 εργασίμων ημερών ισχύει για κάθε ημερολογιακό έτος. Δηλαδή, υπό το σύστημα του N. 3302/04, επίδομα αδείας μέχρι του ανωτέρω ορίου δικαιούται ο μισθωτός: α) για το έτος της προσλήψεως, β) για το δεύτερο ημερολογιακό έτος, καθώς και γ) για κάθε ημερολογιακό έτος πέραν αυτού. Επίσης τονίζεται ότι το όριο αυτό ισχύει για την απασχόληση κάθε ημερολογιακό έτος στον ίδιο εργοδότη, με την ίδια σύμβαση εργασίας. Αν συνεπώς πρόκειται για μισθωτούς που απασχολούνται μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος με δύο διαφορετικές συμβάσεις (π.χ. μία αορίστου χρόνου η οποία ελύθη και άλλη αορίστου ή ορισμένου χρόνου η οποία έχει συναφθεί μέσα στο ίδιο έτος) ή με δύο συμβάσεις ορισμένου χρόνου, όπως συμβαίνει με τους καθηγητές φροντιστηρίων, το όριο ισχύει για κάθε μία σύμβαση ιδιαιτέρως, η λήψη δηλαδή επιδόματος αδείας πλήρους για την πρώτη σύμβαση του ιδίου ημερολογιακού έτους δεν έχει ως συνέπεια το να μη οφείλεται επίδομα αδείας και για την δεύτερη σύμβαση.
Οι αποδοχές και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας, κατά ρητή διάταξη του νόμου. Tονίζουμε ότι για την καταβολή του επιδόματος αδείας δεν καθορίζεται από την νομοθεσία μας ορισμένο χρονικό σημείο μέσα στο έτος, αλλά το επίδομα αυτό καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας κατά τον χρόνο ενάρξεως της αδείας (ολόκληρης ή κάθε τμήματος αυτής).
Ε. Βιβλίο αδειών
Οι εργοδότες πρέπει να τηρούν βιβλίο αδειών, το οποίο πρέπει να ευρίσκεται στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας, δεν χρειάζεται όμως θεώρηση. Tα στοιχεία που πρέπει να περιέχει το βιβλίο αδειών αναφέρονται στον N. 4254/14. Tα στοιχεία πρέπει να παραμένουν στο αρχείο του εργοδότου, στην διάθεση κάθε ελέγχου του ΣEΠE. Πρέπει επίσης να γνωστοποιούν ηλεκτρονικώς τα στοιχεία αδείας στην EPΓANH (έντυπο E11) εντός του μηνός Απριλίου (βλ. την ΥΑ 109084/21).
ΣΤ. Συνέπειες μη χορηγήσεως της αδείας – Kυρώσεις – Παραγραφή
Σε περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας μέχρι την 31 Μαρτίου του επομένου ημερολογιακού έτους, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει τις αποδοχές αδείας, απλές μεν όταν δεν υπήρξε άρνηση χορηγήσεως της αδείας, διπλές δε όταν η άδεια ζητήθηκε αλλά ο εργοδότης αρνήθηκε την χορήγησή της. Επίσης, υποχρεούται να καταβάλει το επίδομα αδείας. Με την πάροδο της 31/3 του επομένου έτους, η αξίωση μετατρέπεται σε χρηματική.
Η αξίωση λήψεως των αποδοχών (απλών ή διπλών) και του επιδόματος αδείας υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 εδ. 17 του Αστικού Κώδικος.
Ζ. Τι οφείλεται επί λύσεως της σχέσεως εργασίας
Σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας καθ’ οιονδήποτε τρόπο (απόλυση, οικειοθελής αποχώρηση, θάνατος μισθωτού κ.λπ.) πριν από τη λήψη της αδείας, οφείλεται στον μισθωτό (ή στους κληρονόμους του) ό,τι θα ελάμβανε σε χρήμα αν κατά το χρονικό σημείο της λύσεως ζητούσε και ελάμβανε την άδειά του (τμήμα κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη, ολόκληρη κατά το τρίτο και εφεξής ημερολογιακό έτος).
Δάφνη I. Σιώπη
Δικηγόρος LLM
Γραφείο Θεσσαλονίκης:
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Τ. 2313 079293, 6977 568673
Ε. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr
Γραφείο Αθήνας:
Σόλωνος 134, Αθήνα
Τ. 2110035843, 6977568673
E. athens@siopi-law.gr