Αστικό δίκαιο, Εργατικό και κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο, Νομικές Συμβουλές

Οι διευθύνοντες υπάλληλοι και η αντιμετώπισή τους από το Εργατικό Δίκαιο

Οι διευθύνοντες υπάλληλοι αποτελούν μία ειδική κατηγορία εργαζομένων. Οι εν λόγω εργαζόμενοι αναπτύσσουν μεγάλη πρωτοβουλία, εκτελούν καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης, ασκούν εργοδοτικές εξουσίες, συμμετέχουν στη λήψη σημαντικών αποφάσεων, αμείβονται με αποδοχές σημαντικά υψηλότερες από εκείνες των λοιπών εργαζομένων και διαθέτουν κατά κανόνα εξαιρετικά προσόντα. Τα εν λόγω πρόσωπα, λοιπόν, παρόλο που συνδέονται με την επιχείρηση με σχέση εξαρτημένης εργασίας, αφού και αυτοί δεσμεύονται από γενικές εργοδοτικές οδηγίες, παρά ταύτα, λόγω του ρόλου και των καθηκόντων τους, των ευθυνών και της πρωτοβουλίας που αναπτύσσουν, θεωρούνται ότι ανήκουν περισσότερο στον χώρο δράσης και συμφερόντων της εργοδοτικής πλευράς.

Η ειδική αυτή θέση των διευθυνόντων υπαλλήλων δικαιολογεί και κάποιες ειδικές ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Η υπ’ αριθμ. 1 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας (ΔΣΕ) της Ουάσινγκτον του 1919 και η οποία κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον Ν. 2269/1920 και ως εκ τούτου υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως νόμου (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) προβλέπει τα εξής: «Άρθρο 2. Εις πάσας τας οιουδήποτε είδους βιομηχανικάς εργασίας, δημοσίας ή ιδιωτικάς και εις τα παραρτήματα αυτών, εξαιρέσει εκείνων εις ας απασχολούνται μέλη μόνον μιας και της αυτής οικογενείας, η διάρκεια της εργασίας του προσωπικού δεν δύναται να υπερβαίνει 8 ώρας ημερησίως και 48 ώρας καθ’ εβδομάδα, πλην των κάτωθι περιπτώσεων: α) Αι διατάξεις της παρούσης συμβάσεως δεν εφαρμόζονται επί προσώπων κατεχόντων θέσιν εποπτείας ή διευθύνσεως ή θέσιν εμπιστευτικήν».

Σύμφωνα, λοιπόν, και με τον ορισμό που περιέχει η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας της Ουάσινγκτον, όπως αυτός εξειδικεύθηκε και ερμηνεύθηκε από τα δικαστήρια, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας, διευθύνσεως ή θέσεις εμπιστοσύνης θεωρούνται εκείνοι οι εργαζόμενοι, στους οποίους, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα (τεχνική ή εμπορική εξειδίκευση, μόρφωση και μεγάλη πείρα) ή απολαμβάνουν την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη του εργοδότη, ανατίθενται διευθυντικά καθήκοντα στην επιχείρηση ή σε κάποιον τομέα αυτής, έτσι ώστε να επηρεάζουν έντονα τη λειτουργία και την εξέλιξη της επιχειρήσεως και να ξεχωρίζουν εμφανώς από τους άλλους εργαζόμενους, επί των οποίων ασκούν εποπτεία. Ενδείξεις για τον χαρακτηρισμό του υπαλλήλου ως διευθύνοντος συνιστούν: ο μισθός, ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ τα νόμιμα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές, η δυνατότητα προσλήψεως ή απολύσεως προσωπικού και γενικότερα η άσκηση εργοδοτικών δικαιωμάτων επ’ αυτού, η ευθύνη εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας επί του προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών έναντι τρίτων για τυχόν παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και η ανεξαρτησία τους αναφορικά με τον χρόνο εργασίας τους και τα χρονικά πλαίσια εντός των οποίων παρέχουν αυτήν, η παραχώρηση εξουσίας εκπροσώπησης του εργοδότη προς τρίτους και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη στόχων, στους οποίους αποβλέπει ο εργοδότης. Ορθώς εξάλλου η νομολογία δέχεται ότι για τον χαρακτηρισμό του εργαζομένου ως διευθύνοντος υπαλλήλου, δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ενδείξεις, διότι η έννοια αυτή προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης, της συναλλακτικής εμπειρίας, της κοινής πείρας και λογικής, από την φύση και το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση του υπαλλήλου προς τον εργοδότη και τους λοιπούς εργαζομένους της επιχείρησης. Τα κριτήρια, μάλιστα, για τον χαρακτηρισμό ενός υπαλλήλου ως διευθύνοντος έχουν εξειδικευτεί και στο πλαίσιο της υπ’ αριθμόν 90972/2021 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με την νεότερη υπ’ αριθμόν 113169/2023 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφαλισης, όπου εξειδικεύονται τα στοιχεία εκείνα από τη συνδρομή των οποίων τεκμαίρεται η κατοχή θέσεις εποπτείας, διευθύνσεως ή θέσης εμπιστευτικής και τα οποία στοιχεία πρέπει να καταχωρούνται στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ηλεκτρονικά.

Σε ό,τι αφορά τις έννομες συνέπειες που συνδέονται με τον χαρακτηρισμό κάποιου υπαλλήλου ως διευθύνοντος υπαλλήλου, γίνεται δεκτό ότι δεν ισχύουν οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν  την αμοιβή για υπερεργασία και υπερωρίες (νόμιμες ή παράνομες), οι διατάξεις για την εβδομαδιαία ανάπαυση, οι διατάξεις και η αμοιβή για εργασία κατά το Σάββατο, Κυριακή ή αργία ή κατά τη νύκτα. Επίσης, οι διευθύνοντες υπάλληλοι δεν δικαιούνται να λάβουν συμπληρωματική αμοιβή για πρόσθετη εργασία κατά το άρθρο 659 ΑΚ, καθώς και αποζημίωση για εργασία και διανυκτέρευση εκτός έδρας. Μάλιστα, τις παραπάνω αξιώσεις δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσουν οι διευθύνοντες υπάλληλοι ούτε στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ). Κατά τη νομολογία, η εξαίρεση από την προστασία που παρέχουν οι παραπάνω διατάξεις αντισταθμίζεται με τις αυξημένες αποδοχές που λαμβάνουν οι διευθύνοντες υπάλληλοι.

Επίσης, και επί των διευθυνόντων υπαλλήλων ισχύει το δίκαιο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, και οι διευθύνοντες υπάλληλοι δικαιούνται αποζημιώσεως σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους. Ωστόσο, λόγω των σημαντικά υψηλών αποδοχών που λαμβάνουν κατά κανόνα οι διευθύνοντες υπάλληλοι, θα τίθεται συχνά ζήτημα εφαρμογής του ισχύοντος ανώτατου ορίου (πλαφόν) κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας. Επιπλέον, και επί των διευθυνόντων υπαλλήλων ισχύει η προστασία από τις ομαδικές απολύσεις (Ν. 1387/1983, άρθρ. 341 επ. του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου), καθώς και η προστασία της θέσης εργασίας και των όρων εργασίας σε περίπτωση συμβατικής ή εκ του νόμου μεταβίβασης επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως (Π.Δ. 178/2002, άρθρο 347 επ. Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου).

 

 

*Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία σε πάσης φύσεως ζητήματα εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου (απολύσεις, οφειλή δεδουλευμένων αποδοχών, διεκδίκηση υπερωριών και πάσης φύσης εργατικών απαιτήσεων, άκυρη απόλυση, παράσταση σε πάσης φύσεως εργατικές διαφορές, καταμέτρηση ενσήμων, υπολογισμός ποσού σύνταξης, υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης, συντάξεις γήρατος, αναπηρίας, θανάτου κ.ο.κ). Για περαιτέρω νομικές συμβουλές ή για την ανάθεση της υπόθεσής σας στο γραφείο μας μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο τηλ. 2313 079293 ή με email στο info@siopi-law.gr. Σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013)*

 

Δάφνη I. Σιώπη

Δικηγόρος LLM

Γραφείο Θεσσαλονίκης:

Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη

Τ. 2313 079293, 6977 568673

Ε. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr

Γραφείο Αθήνας:

Σόλωνος 134, Αθήνα

Τ. 211 0035843, 6977 568673

Ε. athens@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *