Ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα που προκαλεί αντιπαραθέσεις και έριδες μεταξύ των συζύγων κατά την διάρκεια της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, αλλά και μετά την λύση του γάμου με διαζύγιο, είναι το ζήτημα της διατροφής που οφείλεται από τον έναν σύζυγο στον άλλον. Ο Αστικός Κώδικας προβαίνει σε διαφορετική ρύθμιση του δικαιώματος διατροφής ανάλογα με το εάν συντρέχει απλώς περίπτωση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, δηλαδή διάσταση μεταξύ των συζύγων, ή εάν έχει λυθεί αμετάκλητα ο γάμος τους με δικαστική απόφαση διαζυγίου.
Προκαταρκτικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 1389 ΑΚ), οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Εισάγεται, έτσι, ο κανόνας της ισότιμης και αναλογικής συμβολής των συζύγων στις οικονομικές ανάγκες της οικογένειάς τους. Στην έννοια των οικογενειακών αναγκών εντάσσεται, μεταξύ άλλων, και η διατροφή των ίδιων των συζύγων (άρθρο 1390 ΑΚ), δηλαδή όλα τα ποσά που απαιτούνται για την τροφή τους, το ντύσιμό τους, την ιατρική περίθαλψή τους, την ψυχαγωγία τους κ.ο.κ. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι συνηθέστατα οι ανάγκες διατροφής των συζύγων είναι ίσες, αλλά οι οικονομικές τους δυνάμεις άνισες, καθίσταται σαφές ότι ο ευπορότερος σύζυγος είναι αυτός που επιβαρύνεται κατά μεγαλύτερο ποσοστό με την συμμετοχή στις οικογενειακές ανάγκες, ώστε να καλύψει τόσο την δική του διατροφή όσο και την διατροφή του έτερου συζύγου.
Παραμένοντας συνεπής προς τα ανωτέρω, ο νομοθέτης ορίζει ότι σε περίπτωση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων, ο οικονομικά ευπορότερος σύζυγος οφείλει διατροφή στον οικονομικά ασθενέστερο σύζυγο, χωρίς να απαιτείται ο τελευταίος να είναι εντελώς άπορος. Ως επιπρόσθετη προϋπόθεση για την γέννηση της υποχρέωσης καταβολής διατροφής από τον οικονομικά ευπορότερο σύζυγο προς τον οικονομικά ασθενέστερο σύζυγο κατά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τίθεται, πάντως, από το άρθρο 1391 ΑΚ η εύλογη αιτία της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης. Έτσι, για να γεννηθεί δικαίωμα διατροφής υπέρ του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου, θα πρέπει ο τελευταίος να διέκοψε την έγγαμη συμβίωση λόγω εύλογης αιτίας ή αντίστοιχα να διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση από τον υπόχρεο της διατροφής και οικονομικά ευπορότερο σύζυγο χωρίς την συνδρομή εύλογης αιτίας. Ως εύλογη αιτία νοείται κάθε γεγονός που είναι ικανό να δικαιολογήσει την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Δεν ενδιαφέρει, ωστόσο, αν η εύλογη αιτία είναι υπαίτιο ή ανυπαίτιο γεγονός.
Στην περίπτωση που συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις και γεννάται, συνεπώς, δικαίωμα διατροφής υπέρ του ενός συζύγου, για τον υπολογισμό του ύψους της καταβαλλόμενης διατροφής γίνεται αναγωγή στα ποσοστά με τα οποία οι σύζυγοι θα όφειλαν να συνεισφέρουν στις οικογενειακές ανάγκες, εφόσον η έγγαμη συμβίωσή τους δεν είχε διακοπεί. Έτσι, ανάλογα και με το ύψος των αναγκών της διατροφής εκάστου συζύγου, υπολογίζεται τελικώς το ποσό κατά το οποίο οφείλει να συμβάλει ο οικονομικά ευπορότερος σύζυγος στις ανάγκες διατροφής του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου.
Η υποχρέωση διατροφής που οφείλεται κατά την διάρκεια της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων παύει στις εξής περιπτώσεις: α) όταν εκλείψει κάποια από τις προϋποθέσεις της, δηλαδή λ.χ. όταν ο οικονομικά ασθενέστερος σύζυγος γίνει ευπορότερος από τον υπόχρεο της διατροφής, β) όταν παύσει η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, γ) όταν συντρέξουν περιστάσεις που δικαιολογούν την παύση της διατροφής, σύμφωνα με το άρθρο 1391 παρ. 2 ΑΚ (λ.χ. σοβαρή ασθένεια του υπόχρεου διατροφής κ.ο.κ) και δ) αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή αν πεθάνει κάποιος από τους συζύγους. Ειδικώς ως προς την περίπτωση της λύσης του γάμου με δικαστική απόφαση διαζυγίου, για την γέννηση της υποχρέωσης διατροφή ισχύουν οι προϋποθέσεις που εκτίθενται κατωτέρω.
Οι προϋποθέσεις για να γεννηθεί υποχρέωση διατροφής μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου με απόφαση διαζυγίου διαφέρουν ουσιωδώς από τις αντίστοιχες προϋποθέσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω αναφορικά με την διάρκεια της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης. Πράγματι, η καταβολή διατροφής μετά το διαζύγιο αντιμετωπίζεται ως εξαίρεση και καθιερώνεται μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις, ενόψει των οποίων διαπιστώνεται ότι η μη καταβολή της θα συνεπαγόταν την οικονομική εξαθλίωση του ενός συζύγου, προσλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό έναν ηθικό καθαρά χαρακτήρα.
Ειδικότερα, το άρθρο 1442 ΑΚ ορίζει ότι προϋπόθεση για την γέννηση υποχρέωσης διατροφής μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου με διαζύγιο είναι η απορία του ενός συζύγου και η ευπορία του έτερου συζύγου. Δεν αρκεί, επομένως, να διαπιστώνεται, όπως στην περίπτωση της διάστασης, απλή ανισότητα μεταξύ των οικονομικών δυνάμεων των συζύγων, αλλά θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι ο ένας από τους δύο συζύγους στερείται παντελώς των αναγκαίων μέσων και πόρων για να διαθρέψει τον εαυτό του, την στιγμή που ο έτερος σύζυγος διαθέτει όλους τους επαρκείς πόρους για να συνδράμει και τον άπορο πρώην σύζυγό του. Για να γεννηθεί το δικαίωμα διατροφής υπέρ του άπορου συζύγου, θα πρέπει να συντρέχει μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις: α) να βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν του επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίσει από αυτό τα αναγκαία για την διατροφή του, β) να έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και για τον λόγο αυτό να εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, γ) να μην βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή να χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, οπότε και στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση διατροφής δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία (3) χρόνια ή δ) να συντρέχουν οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις που επιβάλλουν για λόγους επιείκειας την επιδίκαση διατροφής.
Και στις δύο περιπτώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων, δηλαδή τόσο στην διατροφή που οφείλεται κατά την διάσταση όσο και στην μεταγαμιαία διατροφή, αυτή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα. Ωστόσο, ειδικώς στην περίπτωση της μεταγαμιαίας διατροφής, ο νόμος δίνει τη δυνατότητα να προκαταβληθεί εφάπαξ η διατροφή είτε μετά από έγγραφη συμφωνία των συζύγων είτε μετά από δικαστική απόφαση, εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι που επιβάλλουν την εφάπαξ προκαταβολή.
Ο δικαιούχος της διατροφής μπορεί να επιδιώξει την επιδίκασή της και με την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδικάζεται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση που εκδοθεί, πάντως, απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, αυτή έχει προσωρινή ισχύ και ο δικαιούχος οφείλει εν συνεχεία να ασκήσει και τακτική αγωγή με αίτημα την επιδίκαση διατροφής και μάλιστα εντός εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της απόφασης.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι τα ανωτέρω αναφερόμενα αφορούν αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της διατροφής που τυχόν καταβάλλεται μεταξύ των συζύγων. Είναι εντελώς διαφορετικό το ζήτημα της διατροφής που πρέπει να καταβάλλεται για την διατροφή των τέκνων, το οποίο χρήζει αυτοτελούς ανάλυσης.
* Για περισσότερες πληροφορίες ή νομικές συμβουλές, μην διστάσετε να επικοινωνήσετε με το γραφείο μας στο τηλ. 2313 079293 ή με email στο info@siopi-law.gr*
ΔΑΦΝΗ Ι. ΣΙΩΠΗ
Δικηγόρος LLM
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Τηλ: 2313 079293, 6977 568673,
Email: info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr