Λύση της σύμβασης εργασίας λόγω συνταξιοδότησης του εργαζομένου: Ποια είναι η αποζημίωση που δικαιούται από τον εργοδότη του

Πολύ συχνά δεχόμαστε ερωτήματα από εργαζομένους εντολείς μας που πλησιάζουν στην ηλικία συνταξιοδότησης αναφορικά με τον τρόπο λύσης της σύμβασής τους και εν γένει αναφορικά με το τι δικαιούνται από τον εργοδότη τους σε μία τέτοια περίπτωση.
Καταρχάς, θα πρέπει να αναφερθεί ότι με τη συνταξιοδότηση ενός εργαζομένου δεν επέρχεται αυτόματα η λύση της σύμβασης εργασίας. Αυτή μπορεί να λυθεί είτε με κοινή συμφωνία, είτε με καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη ή του εργαζομένου. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 3198/1955, ορίζεται ότι: «Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, διά την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου ν’ αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε ν’ αποχωρώσιν είτε ν’ απομακρύνωνται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι, τα 40%, οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις, δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου.Δια την κατά τ’ ανωτέρω χορηγουμένην, εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς, αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.Δ. 3198/1955 ως και των διατάξεων του Ν. 2112/1920 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, και του Β. Δ/τος της 16/18 Ιουλίου 1920 «περί επεκτάσεως του Ν. 2112 «περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων» και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, πλην των διατάξεων των αφορωσών την προειδοποίησιν».
Η εν λόγω διάταξη στοχεύει στη διευκόλυνση της ανανέωσης του προσωπικού των επιχειρήσεων και στην παροχή στους νέους περισσότερων ευκαιριών για εξεύρεση εργασίας. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών, παρέχει κίνητρα για τη μονομερή λύση της σύμβασης εργασίας των «υπερήλικων» εργαζομένων, είτε από τη δική τους πλευρά, είτε από την πλευρά του εργοδότη (εφόσον είναι υπάλληλοι). Έτσι, οι εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη μπορούν να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρούν, είτε να απομακρύνονται από τον εργοδότη, λαμβάνοντας σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το 50% της αποζημίωσης που προβλέπει ο Ν. 2112/1920 για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας από την πλευρά του εργοδότη ή το 40% αυτήν, αν είναι και επικουρικά ασφαλισμένος. Το κίνητρο επομένως για μεν τον εργαζόμενο έγκειται στο ότι κατ’ εξαίρεση των ρυθμίσεων του Ν. 2112/1920 θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης και όταν καταγγέλλει αυτός τη σύμβαση, για δε τον εργοδότη στο ότι μειώνει την οφειλόμενη αποζημίωση λόγω απόλυσης στο 50% ή 40%.
Μετά την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ υπαλλήλων και εργατών και την εφαρμογή των νόμων 2112/1920 και 3198/1955 και στους εργατοτεχνίτες (άρθρο 64 Ν. 4808/2021), ό,τι προβλέπεται για τους υπαλλήλους ισχύει και για τους εργατοτεχνίτες. Επομένως, και οι εργατοτεχνίτες μπορούν είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από τον εργοδότη, λαμβάνοντας ως αποζημίωση το 40% ή το 50% της αποζημίωσης απόλυσης.
Από την διατύπωση, λοιπόν, της διάταξης προκύπτει ότι για την εφαρμογή της απαιτείται: α) να έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη (και όχι μειωμένη) σύνταξη γήρατος από τον e-ΕΦΚΑ, β) να αποχωρήσει ή να απομακρυνθεί από τον εργοδότη μετά τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων αυτών.
Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης με τις ως άνω προϋποθέσεις (άρθρο 8 εδ. β΄ του Ν. 3198/1955), ο εργοδότης οφείλει το 50% της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920 αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του εργοδότη ή το 40%, αν ο εργαζόμενος είναι και επικουρικά ασφαλισμένος. Για την καταβολή του 40% δεν αρκεί ότι ο εργαζόμενος υπάγεται απλά σε επικουρική ασφάλιση, αλλά θα πρέπει να έχει ήδη συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη της επικουρικής σύνταξης κατά την ημέρα λύσης της εργασιακής σχέσης (άρθρο 16 Ν. 1539/1985).
Η αποζημίωση υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών που θα έπαιρνε ο εργαζόμενος κατά τον τελευταίο πριν από την αποχώρηση μήνα με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στον συνολικό χρόνο υπηρεσίας για την εξεύρεση του ύψους της αποζημίωσης θα υπολογισθεί και το διάστημα που ο εργαζόμενος απείχε λόγω ασθενείας, αφού η αποχή του αυτή δεν συνιστά σιωπηρή καταγγελία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την προβλεπόμενη σύμφωνα με τα ανωτέρω αποζημίωση ισχύει εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία (άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955).
Δάφνη I. Σιώπη
Δικηγόρος LLM
Γραφείο Θεσσαλονίκης:
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Τ. 2313 079293, 6977 568673
Ε. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr
Γραφείο Αθήνας:
Σόλωνος 134, Αθήνα
Τ. 2110035843, 6977568673
E. athens@siopi-law.gr