Νομικές Συμβουλές

Μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών: Η νομική προστασία του εργαζομένου

Δάφνη Σιώπη. Δικηγορικό γραφείο.

Ένα ιδιαίτερα συχνό πρόβλημα που απασχολεί τους εντολείς του γραφείου μας είναι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους από τον εργοδότη τους. Λαμβανομένης δε υπόψη και της μεγάλης ανεργίας που παρατηρείται, οι εργαζόμενοι αναρωτιούνται πώς μπορούν να προστατευθούν νομικά, χωρίς να χάσουν την θέση εργασία τους.

Καταρχήν θα πρέπει να αναφερθεί ότι ως μισθός, στο πλαίσιο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, νοείται η αντιπαροχή για την προσφερόμενη εργασία, δηλαδή το οικονομικό αντάλλαγμα και η οικονομική αποτίμηση της αξίας της προσφερόμενης εργασίας, που αποτελεί μία συνεχή και τακτική στον χρόνο παροχή, σταθερά ορισμένη και ανεξάρτητη από τον επιχειρηματικό κίνδυνο και τα κέρδη του εργοδότη. Στην έννοια του μισθού υπάγονται επιπροσθέτως και τα επιδόματα εορτών, οι αποδοχές αδείας, η αμοιβή υπερωριών, καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη παροχή μπορεί να οφείλεται στα πλαίσια συγκεκριμένης σύμβασης εργασίας (π.χ. bonus παραγωγικότητας). Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του προς καταβολή του οφειλόμενου μισθού, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να προστατευθεί με τους κάτωθι τρόπους:

α) Μπορεί να υποβάλλει καταγγελία στην κατά τόπον αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εργοδότη, έχει τη δυνατότητα να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, καθώς και να αναφέρει την παράβαση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ώστε να κινηθεί ποινική δίωξη κατά του εργοδότη. Σημειωτέον ότι η μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών συνιστά ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3385/2005, το οποίο επισύρει για τον εργοδότη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 900 Ευρώ. Η ποινική διαδικασία μπορεί να κινηθεί και από τον ίδιο τον εργαζόμενο χωρίς τη μεσολάβηση της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας μέσω υποβολής έγκλησης κατά του εργοδότη.

β) Μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, δηλαδή να δηλώσει στον εργοδότη (επιδίδοντάς του σχετική εξώδικη δήλωση όπου θα εκτίθενται με σαφήνεια οι λόγοι της επίσχεσης) ότι διακόπτει την εργασία του μέχρι να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν έχει την υποχρέωση να προσέρχεται στην εργασία του, ενώ ο εργοδότης οφείλει σε αυτόν επιπλέον και τις αποδοχές του κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης, σαν να εργαζόταν κανονικά. Με την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών παύει η επίσχεση εργασίας και ο μισθωτός οφείλει να επιστρέψει στην εργασία του. Ο εργαζόμενος θα πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης μπορεί κατά περίπτωση, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εργοδότη, να κριθεί καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον λ.χ. δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη ή η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς για αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα κ.ο.κ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο εργαζόμενος θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι αν η επίσχεση θεωρηθεί από το αρμόδιο δικαστήριο που θα επιληφθεί της υπόθεσης κατόπιν αιτήματος του εργοδότη καταχρηστική, η απουσία του από την εργασία του θα είναι αδικαιολόγητη, παρέχοντας στον εργοδότη ακόμη και το δικαίωμα να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας.

γ) Μπορεί να διεκδικήσει δικαστικώς τους καθυστερούμενους μισθούς, με το νόμιμο τόκο από τη χρονική στιγμή που κατέστησαν απαιτητοί, ασκώντας αγωγή κατά του εργοδότη στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξίωση του εργαζομένου για καταβολή του μισθού υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 250 ΑΚ, σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει μόλις λήξει το έτος στο οποίο συμπίπτει η έναρξή της. Η διεκδίκηση των δεδουλευμένων αποδοχών είναι, μάλιστα, δυνατή και μέσω της υποβολής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής επιδίκασης απαίτησης κατά τα άρθρα 728 – 729 ΚΠολΔ σε περίπτωση πιθανολόγησης επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο εργαζόμενος επιτυγχάνει την ταχεία ικανοποίησή του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής του, έχοντας μάλιστα την δυνατότητα να προστατευθεί, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, και από την εκ μέρους του εργοδότη μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του, λ.χ. μέσω καταδολιευτικών εκποιήσεων περιουσιακών στοιχείων.

Σε κάθε περίπτωση, απολύτως κρίσιμη και ουσιώδους σημασίας κρίνεται η συμβολή νομικού παραστάτη, ο οποίος θα μπορέσει να καθοδηγήσει αποτελεσματικά τον εργαζόμενο για τα δικαιώματά του και τον πληρέστερο τρόπο προστασίας των εννόμων συμφερόντων του ανάλογα με τις ειδικότερες λεπτομέρειες της κάθε περίπτωσης.

 

* Για περισσότερες πληροφορίες ή νομικές συμβουλές, μην διστάσετε να επικοινωνήσετε με το γραφείο μας στο τηλ. 2313 079293 ή με email στο info@siopi-law.gr*

 

Δάφνη I. Σιώπη

Δικηγόρος LLM

Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη

Τ. 2313 079293, 6977 568673

Ε. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr