Στην εργασιακή πρακτική είναι ιδιαίτερα συνήθης η ύπαρξη όρων (ρητρών) σε συμβάσεις εργασίας οι οποίες περιορίζουν την επαγγελματική ελευθερία του εργαζομένου. Μεταξύ των ρητρών αυτών, ιδιαίτερη σημασία διαδραματίζουν οι ρήτρες που απαγορεύουν την άσκηση ανταγωνιστικών πράξεων εκ μέρους του εργαζομένου για το μετά τη λύση της σύμβασης χρονικό διάστημα (όπως λ.χ. ο όρος ότι ο εργαζόμενος δεν θα μπορεί να εργαστεί σε επιχείρηση με συναφές αντικείμενο δραστηριότητας για ένα χρόνο μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του).
Η υποχρέωση παράλειψης ανταγωνιστικής δραστηριότητας ή πράξεων είναι αυτονόητη καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί μία σύμβαση εργασίας και απορρέει από την θεμελιώδη αρχή της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ). Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή παύει καταρχήν για το διάστημα μετά τη λύση της σύμβασης, οπότε και ο εργαζόμενος είναι απολύτως ελεύθερος να αναπτυχθεί επαγγελματικά, ασκώντας οποιαδήποτε δραστηριότητα επιθυμεί.
Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι, κατ’ εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ), τα μέρη (εργοδότης και εργαζόμενος) είναι ελεύθερα να συμφωνήσουν ότι η υποχρέωση μη ανταγωνισμού θα επεκτείνεται και για το μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας χρονικό διάστημα, περιλαμβάνοντας σχετική ρήτρα στην σύμβαση εργασίας. Μία τέτοια ρήτρα, όμως, δεν είναι άνευ ετέρου έγκυρη και νόμιμη, αλλά απεναντίας υπόκειται σε έλεγχο για τυχόν καταχρηστικότητα.
Τα ελληνικά δικαστήρια προβαίνουν σε έλεγχο της εγκυρότητας των ρητρών περί απαγόρευσης ανταγωνισμού για το διάστημα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας στη βάση των άρθρων 178, 179 και 281 του Αστικού Κώδικα. Στο πλαίσιο αυτό, ελέγχεται ειδικότερα αν η συγκεκριμένη ρήτρα που συμφωνείται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου υπηρετεί πράγματι την διαφύλαξη και προστασία δικαιολογημένων επαγγελματικών συμφερόντων του εργοδότη και δεν επιδιώκει απλώς και μόνο τον περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου. Έτσι, είναι απαραίτητο, με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, η ύπαρξη μίας τέτοιας ρήτρας να «δικαιολογείται», κρίση για την οποία λαμβάνονται υπόψη στοιχεία όπως η χρονική και τοπική έκταση της απαγόρευσης, τυχόν ιδιαίτερα επαγγελματικά συμφέροντα του εργοδότη κ.ο.κ.
Επομένως, στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου, η κρίση για το εάν η συγκεκριμένη κάθε φορά ρήτρα συνιστά υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας του εργαζομένου εναπόκειται στον δικαστή, ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες, θα αξιολογήσει και θα σταθμίσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα των μερών. Κριτήρια που θα ληφθούν υπόψη είναι: α) η χρονική διάρκεια και ο τοπικός χαρακτήρας της απαγόρευσης, β) το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και γ) η ύπαρξη δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη (βλ. ΑΠ 1285/ 1984 ΕΕργΔ 1985. 575 επ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος της νομικής θεωρίας αξιώνει την καταβολή εύλογης αποζημίωσης από τον εργοδότη προς τον εργαζόμενο για την κατάφαση της εγκυρότητας μίας τέτοιας ρήτρας, υποστηρίζοντας ότι η συμφωνία περί μη ανταγωνισμού δεν πρέπει να θεωρείται έγκυρη αν σε αυτήν δεν περιλήφθηκε ταυτόχρονη συμφωνία περί καταβολής κάποιου εύλογου ανταλλάγματος από τον εργοδότη προς τον εργαζόμενο. Ωστόσο, η ελληνική νομολογία δέχεται την εγκυρότητα ρητρών περί μη ανταγωνισμού, ακόμα και αν δεν έχει συμφωνηθεί κανένα απολύτως χρηματικό αντάλλαγμα υπέρ του εργαζομένου, δεχόμενη ότι η ύπαρξη ειδικού οικονομικού ανταλλάγματος δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής ρήτρας, αλλά συνεκτιμάται ως κριτήριο, τότε μόνο, όταν κρίνεται ότι οι λοιποί όροι της δέσμευσης, δηλαδή η χρονική διάρκεια, η χωρική έκταση και το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτουν στην ιδιωτική αυτονομία τα χρηστά ήθη.
Σε περίπτωση, πάντως, που κριθεί έγκυρη μία ρήτρα περί μη ανταγωνισμού και διαπιστωθεί ότι ο εργαζόμενος την παραβίασε, ο εργοδότης διατηρεί σε βάρος του αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, καθώς και αποζημίωσης, παράλληλα δε, δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 914, 919, 932, 288, 297, 298 του ΑΚ.
Αποτιμώντας κατοπτρικώς τα ανωτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η νομική προσέγγιση των υποθέσεων που σχετίζονται με ρήτρες περί μη ανταγωνισμού πρέπει να συνεκτιμά απαραιτήτως τις ιδιαίτερες περιστάσεις που συνδέονται με αυτές, απαιτώντας λεπτούς και εξειδικευμένους νομικούς χειρισμούς.
*Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία σε υποθέσεις εργατικού δικαίου (άκυρη απόλυση, υπερωρίες, μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, βλαπτική μονομερής μεταβολή κ.ο.κ). Για περισσότερες πληροφορίες ή νομικές συμβουλές, μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο τηλ. 2313 079293 ή με email στο info@siopi-law.gr*
Δάφνη Ι. Σιώπη
Δικηγόρος LLM
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Τηλ. 2313 079293, 6977 568673
E. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr