Εργατικό και κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο, Νομικές Συμβουλές

Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: Προστασία εργαζομένου και προϋποθέσεις για την μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου

Δάφνη Σιώπη. Δικηγορικό γραφείο.

Η σύμβαση εργασίας, ως διαρκής ενοχική σχέση, μπορεί να συναφθεί είτε για ορισμένο είτε για αόριστο χρόνο. Ο προσδιορισμός της διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία όσον αφορά τον τρόπο λύσης της, καθόσον η σύμβαση ορισμένου χρόνου λύεται αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνημένης διάρκειας, ενώ αντίθετα η σύμβαση αορίστου χρόνου λύνεται με μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης (καταγγελία), στην οποία μπορεί να προβεί καθένα από τα μέρη της σύμβασης. Η διάκριση μίας σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία και στο ζήτημα της έκτακτης καταγγελίας, της καταγγελίας δηλαδή για σπουδαίο λόγο (άρθρο 672 ΑΚ). Στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας η έκτακτη καταγγελία του άρθρου 672 ΑΚ έχει εφαρμογή μόνο στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αφού η καταγγελία (τακτική και έκτακτη) της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ρυθμίζεται ειδικά από τους Ν. 2112/1920 και 3198/1955, οι οποίοι και ορίζουν περιοριστικά τους λόγους έκτακτης καταγγελίας

Στο πεδίο του εργατικού δικαίου τον κανόνα αποτελεί η σύμβαση αορίστου χρόνου και η σύναψη σύμβασης ορισμένου χρόνου επιτρέπεται μόνον όταν για την ορισμένη διάρκεια συντρέχει ένας ιδιαίτερος λόγος, που δικαιολογεί αντικειμενικά τη χρονικά περιορισμένη απασχόληση του εργαζομένου (φύση εργασίας, λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης κ.α.).

Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, λοιπόν, εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ένα ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, με την περάτωση του οποίου ή την επέλευση το βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Η βεβαιότητα, επομένως, της λήξης και η αυτοδίκαιη λύση της αποτελούν δύο κύρια ουσιαστικά στοιχεία της σύμβασης ορισμένου χρόνου. Η αυτόματη λήξη της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της δεν είναι πάντως και υποχρεωτική για τα μέρη, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν την παράτασή της για ορισμένο ή αόριστο χρόνο.

Ωστόσο, ακριβώς επειδή από πολύ νωρίς έγινε αντιληπτό ότι οποιουσδήποτε περιορισμούς και να έθετε το κράτος στην ελευθερία του εργοδότη να καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, η αποτελεσματική προστασία της θέσης εργασίας δεν θα εξασφαλιζόταν αν ο εργοδότης είχε απόλυτη ελευθερία να συνάπτει συμβάσεις ορισμένου χρόνου (και δη διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μικρής διάρκειας), τέθηκαν νομοθετικώς περιορισμοί στην σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Έτσι, μία σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι έγκυρη μόνον όταν η ορισμένη διάρκεια δικαιολογείται από έναν ιδιαίτερο αντικειμενικό λόγο, δηλαδή από τη φύση και το σκοπό της εργασίας ή τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, δηλαδή αν με την ορισμένη διάρκεια ικανοποιούνται δικαιολογημένα επαγγελματικά συμφέροντα του εργοδότη. Ο περιορισμός αυτός στην σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1990, ορίζοντας ότι οι ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου (δηλαδή το προστατευτικό πλαίσιο που ισχύει ως προς την καταγγελία συμβάσεων αορίστου χρόνου) εφαρμόζονται και σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εάν ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη από την πλευρά του εργοδότη με σκοπό καταστρατήγησης του νόμου από την πλευρά του εργοδότη. Σημειώνεται ότι ο αντικειμενικός λόγος που δικαιολογεί την ορισμένη διάρκεια πρέπει να συντρέχει κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας.

Ιδιαίτερα αυξημένη εμφανίζεται η ανάγκη προστασίας του εργαζομένου στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες παρατηρείται η σύναψη περισσότερων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Στην Ελλάδα (κατ’ επιταγή της Οδηγίας 99/70/ΕΚ) έχουν εκδοθεί δύο προεδρικά διατάγματα και, συγκεκριμένα, το Π.Δ. 81/2003 (το οποίο τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 180/2004) που αφορά τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, και το Π.Δ. 164/2004 που αφορά τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα.

Το άρθρο 5 παρ. 1 του Π.Δ. 81/2003 θεσπίζει, προς αποτροπή ακριβώς καταχρήσεων της συμβατικής ελευθερίας από την πλευρά του εργοδότη, την αρχή του αντικειμενικού λόγου, ορίζοντας ότι «η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο», ενώ στην ίδια διάταξη αναφέρονται ενδεικτικώς τέτοιοι λόγοι, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας κ.α. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του Π.Δ. 81/2003 ορίζεται ότι «σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου … και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια την μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των τριών ετών ο αριθμός των ανανεώσεων των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου». Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 4 του Π.Δ 81/2003, «διαδοχικές θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες».

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Π.Δ. 81/2003, για την ανανέωση της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου επιβάλλεται η τήρηση του έγγραφου τύπου. Ο επιβαλλόμενος από το Π.Δ. έγγραφος τύπος είναι συστατικός και όχι απλώς αποδεικτικός. Η διάταξη αυτή, ωστόσο, δεν καλύπτει και την αρχική (πρώτη) σύμβαση ορισμένου χρόνου, για την οποία εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας του ατύπου των δικαιοπραξιών. Η τήρηση του έγγραφου τύπου επιβάλλεται μόνο ως προς τον όρο της σύμβασης που αφορά την ορισμένη διάρκεια της σύμβασης και όχι ως προς τους λοιπούς όρους της, ενώ ο έγγραφος τύπος θεσπίζεται και ως προς την αναφορά των λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση. Σε περίπτωση μη τήρησης του έγγραφου τύπου σύμφωνα με τα ανωτέρω, άκυρη δεν είναι όλη η σύμβαση, αλλά μόνο ο όρος για την ορισμένη διάρκειά της και επομένως η σύμβαση ισχύει ως αορίστου χρόνου.

Συμπερασματικά, συστήνεται στους εργαζομένους να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί στην περίπτωση που τους «επιβάλλεται» η υπογραφή σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και δη στις περιπτώσεις όπου παρατηρείται η διαδοχική σύναψη περισσότερων συμβάσεων ορισμένου χρόνου και να αναζητούν την προσήκουσα νομική τους προστασία από τέτοιου είδους καταχρηστικές πρακτικές.

* Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία σε πάσης φύσεως ζητήματα εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου (απολύσεις, οφειλή δεδουλευμένων αποδοχών, διεκδίκηση υπερωριών και πάσης φύσης εργατικών απαιτήσεων, άκυρη απόλυση, παράσταση σε πάσης φύσεως εργατικές διαφορές, καταμέτρηση ενσήμων, υπολογισμός ποσού σύνταξης, υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης, συντάξεις γήρατος, αναπηρίας, θανάτου κ.ο.κ). Για περαιτέρω νομικές συμβουλές ή για την ανάθεση της υπόθεσής σας στο γραφείο μας μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο τηλ. 2313 079293 ή με email στο info@siopi-law.gr. Σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013)*

 Δάφνη I. Σιώπη

Δικηγόρος LLM

Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη

Τ. 2313 079293, 6977 568673

Ε. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *