Με τον Ν. 3869/2010 (Νόμος Κατσέλη) παρέχεται η δυνατότητα σε υπερχρεωμένους οφειλέτες – φυσικά πρόσωπα, οι οποίοι έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, να ρυθμίσουν τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές τους οφειλές, ώστε σε τελικό στάδιο να απαλλαγούν εντελώς από αυτές. Για να υπαχθεί κάποιο φυσικό πρόσωπο στον Ν. 3869/2010 απαιτείται:
α) να μην φέρει την εμπορική ιδιότητα ή να την έχει απωλέσει πριν περιέλθει σε παύση των πληρωμών του,
β) να έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του,
γ) οι οφειλές του να μην έχουν αναληφθεί κατά το έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης,
δ) οι οφειλές του δεν πρέπει να δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε από δόλο ή βαριά αμέλεια, να συνίστανται σε διοικητικό πρόστιμο ή χρηματική ποινή ή να αφορούν υποχρέωση διατροφής συζύγου ή ανήλικου τέκνου.
Για την υπαγωγή στον Νόμο Κατσέλη ο οφειλέτης υποβάλλει αίτηση στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο του τόπου κατοικίας του, δια της οποίας εκθέτει αναλυτικώς τις συνθήκες περιέλευσής του άνευ δόλου σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών, την περιουσιακή και οικονομική του κατάσταση και τις οφειλές του, προσκομίζοντας μάλιστα μία σειρά από έγγραφα, όπως ποινικό μητρώο, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, εκκαθαριστικά σημειώματα, αντίγραφα δανειακών συμβάσεων κλπ. Συγχρόνως, στην αίτησή του πρέπει να περιλάβει και σχέδιο διευθέτησης οφειλών, δηλαδή σχέδιο αποπληρωμής των οφειλών του με βάση την οικονομική του δυνατότητα, το οποίο να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τα συμφέροντα των πιστωτών, την περιουσία, τα εισοδήματα και τις δαπάνες διαβίωσης του ιδίου και της οικογενείας του και την προστασία της κύρια κατοικίας του. Με την κατάθεση της αίτησης και των εγγράφων που την συνοδεύουν, η γραμματεία του αρμόδιου Ειρηνοδικείου προβαίνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και το αργότερο εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της στον τυπικό έλεγχο αυτής όσον αφορά την πληρότητα του περιεχόμενου της και των εγγράφων που τη συνοδεύουν. Μετά τον τυπικό έλεγχο της αίτησης και εφόσον δεν διαπιστωθεί καμία έλλειψη, προσδιορίζεται ημερομηνία συζήτησης του τυχόν αιτήματος για χορήγηση προσωρινής διαταγής, καθώς και ημερομηνία για συζήτηση της αίτησης (το αργότερο εντός 6 μηνών).
Κατά την ημερομηνία συζήτησης του αιτήματος για χορήγηση προσωρινής διαταγής, ο Ειρηνοδίκης αποφασίζει για κάθε ζήτημα που χρήζει προσωρινής ρύθμισης και ιδίως για την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του, καθώς και το ύψος των μηνιαίων δόσεων από τον οφειλέτη στους πιστωτές. Η προσωρινή διαταγή ισχύει από την ημέρα επικύρωσης μέχρι τη συζήτηση της κύριας αίτησης, σε κάθε όμως περίπτωση όχι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών από τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής. Ουσιαστικά, η απόφαση που εκδίδεται επί του αιτήματος για χορήγηση προσωρινής διαταγής αποτελεί δικαστική κρίση προσωρινής ισχύος, με την οποία πιθανολογείται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ένταξης του οφειλέτη στον Ν. 3869/2010 και σε καταφατική περίπτωση, καθορίζονται οι μηνιαίες δόσεις που αυτός οφείλει να καταβάλει προς τους πιστωτές του.
Η οριστική επίλυση του ζητήματος της υπαγωγής ή μη του οφειλέτη στον Ν. 3869/2010 και συνακόλουθα της ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του γίνεται με την δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατόπιν της κύριας συζήτησης της αίτησής του κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Έτσι, εξετάζεται καταρχήν εάν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ν. 3869/2010 για την υπαγωγή του οφειλέτη σε αυτόν, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω, και εν συνεχεία καθορίζονται οι μηνιαίες δόσεις που οφείλει να καταβάλει προς τους πιστωτές του. Το ύψος των μηνιαίων δόσεων ορίζεται από το δικαστήριο ως το υπόλοιπο που προκύπτει μετά από την αφαίρεση των εύλογων δαπανών διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του από το ποσό που προκύπτει από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τα κάθε είδους εισοδήματά του. Οι οριζόμενες δόσεις κατανέμονται συμμέτρως προς τους πιστωτές και διατάσσεται η καταβολή τους για μία τριετία, με σκοπό να επέλθει μετά την παρέλευσή της η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του.
Σημειώνεται ότι σε περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας, μπορούν να προσδιορισθούν, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010, μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές. Η δυνατότητα που προβλέπεται από το άρθρο 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 αποτελεί έκφραση επιείκειας του νομοθέτη απέναντι σε οφειλέτες που καλούνται να αντιμετωπίσουν ιδιάζουσες καταστάσεις, χωρίς υπαιτιότητά τους, όπως ενδεικτικώς χρόνια ανεργία, σοβαρά προβλήματα υγείας είτε δικά τους είτε μελών της οικογενείας τους ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών τους ή άλλους λόγους ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών, με σκοπό να εξετασθεί εκ νέου αν εξακολουθούν να συντρέχουν οι ανωτέρω ιδιάζουσες περιστάσεις που δικαιολογούν τον καθορισμό πολύ μικρής ή μηδενικής μηνιαίας δόσης.
Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται ότι το δικαστήριο έχει την δυνατότητα, ορίζοντας την καταβολή μηνιαίων δόσεων επί μία τριετία, να προχωρήσει σε διαγραφή μέρους των χρεών του οφειλέτη, η οποία μπορεί μάλιστα να είναι και ολική στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την καταβολή μηδενικών δόσεων. Σημειώνεται, πάντως, ότι η δικαστική ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη είναι σύμφωνα με τον νόμο τριετής. Έτσι, στην περίπτωση που καθορίζονται από το Δικαστήριο μηδενικές δόσεις, καθ’ όλη την διάρκεια της τριετούς ρύθμισης, η απόφαση που όρισε την καταβολή μηδενικών δόσεων υπόκειται σε μεταρρύθμιση, κατόπιν αιτήματος κάποιου πιστωτή, εφόσον μεταβληθεί η περιουσία του οφειλέτη, κατά τρόπο ώστε ο τελευταίος να δύναται να καταβάλει κάποιο ποσό στους πιστωτές του μηνιαίως. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, ο οφειλέτης υπέχει την υποχρέωση να ενημερώνει τον φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο για την υπόθεσή του, εφόσον επέλθει κάποια σημαντική μεταβολή στην περιουσία ή στα εισοδήματά του.
Η οριστική απαλλαγή του οφειλέτη από τις οφειλές του επέρχεται μετά την παρέλευση της τριετίας και εφόσον καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής ήταν συνεπής προς την καταβολή των δόσεων που όρισε το Δικαστήριο (εφόσον ασφαλώς αυτές δεν ήταν μηδενικές). Για την πιστοποίηση της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των χρεών του, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, το οποίο εκδίδει σχετική απόφαση.
Με την απόφαση που ρυθμίζει τις οφειλές, εφόσον το πρόσωπο που ζητεί την υπαγωγή στον Νόμο 3869/2010 διαθέτει επαρκή ρευστοποιήσιμη περιουσία, είναι δυνατόν να διαταχθεί η εκποίησή της για την ικανοποίηση των πιστωτών του. Από την εκποίηση μπορούν να εξαιρεθούν, πάντως, τα περιουσιακά στοιχεία που κρίνονται απρόσφορα για την ικανοποίηση των δανειστών.
Ο οφειλέτης μπορεί επίσης να ζητήσει την προστασία της κύριας κατοικίας του από την ρευστοποίηση. Για να προστατευθεί η κύρια κατοικία, θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του,
β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται, προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%),
γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα και
δ) ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών.
Για την διάσωση της κύριας κατοικίας του, ο οφειλέτης υποβάλλει στην αίτησή του σχέδιο διευθέτησης οφειλών, το οποίο πρέπει να προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι θα καταβάλει ποσό τέτοιο, ώστε οι πιστωτές του να μην βρεθούν, χωρίς τη συναίνεσή τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Η χρονική περίοδος κατά την οποία ο οφειλέτης υποχρεώνεται να καταβάλει δόσεις για την προστασία της κύριας κατοικίας του δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 20 έτη, εκτός αν η διάρκεια των συμβάσεων υπερβαίνει τα 20 έτη, οπότε η διάρκεια της περιόδου καταβολών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 35 έτη. Κριτήρια για το δικαστήριο για τον καθορισμό της περιόδου εξόφλησης της οφειλής του αιτούντα αποτελούν το συνολικό ύψος της οφειλής και η οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη.
δικηγοροσ για νομο κατσελη θεσσαλονικη δικηγοροσ για υπερχρεωμενα νοικοκυρια πως θα μπω στο νομο κατσελη
* Για περισσότερες πληροφορίες ή νομικές συμβουλές, μην διστάσετε να επικοινωνήσετε με το γραφείο μας στο τηλ. 2313 079293 ή με email στο info@siopi–law.gr*
Δάφνη I. Σιώπη
Δικηγόρος LLM
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Τ. 2313 079293, 6977 568673
Ε. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr