Μετά την θέσπιση του Ν. 4387/2016 (άρθρα 2 και 7), η κύρια σύνταξη υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο τμημάτων: της εθνικής σύνταξης και της ανταποδοτικής σύνταξης.
Η εθνική σύνταξη δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Το κράτος έχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Αντίθετα, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και βάσει του ποσοστού αναπλήρωσης.
Ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού αφορά σε Δημοσίους Υπαλλήλους, Στρατιωτικούς, ασφαλισμένους κύριας ασφάλισης μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους του π. ΟΓΑ, των οποίων η αίτηση συνταξιοδότησης έχει υποβληθεί από 13.05.2016 και μετά ή είχε υποβληθεί πριν την ανωτέρω ημερομηνία, αλλά η ημερομηνία έναρξης σύνταξης ανάγεται από την ημερομηνία αυτή και εντεύθεν λόγω θεμελίωσης ή ειδικών καταστατικών διατάξεων ή διακοπής εργασίας σε περίπτωση σύνταξης αναπηρίας ή επαναχορήγησης σύνταξης αναπηρίας μετά από διακοπή ή αναστολής καταβολής της σύνταξης.
Ι. Εθνική σύνταξη γήρατος
Η εθνική σύνταξη καταβάλλεται από τον e-ΕΦΚΑ σε όλους όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 7 του Ν. 4387/2016. Το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης (σήμερα 413,76 Ευρώ μηνιαίως και από 01.01.2024 426,58 Ευρώ) καταβάλλεται ακέραιο εφόσον:
α) θεμελιώνεται το σχετικό δικαίωμα για πλήρη σύνταξη, όπως προβλέπεται για κάθε φορέα ασφάλισης,
β) έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης, δηλαδή 6.000 ημέρες ασφάλισης,
γ) έχουν συμπληρωθεί 40 έτη διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους της ηλικίας και του έτους που συμπληρώνεται το κατά περίπτωση όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης λόγω γήρατος ή το έτος υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης και έχει τουλάχιστον 15 έτη διαμονής. Από την εν λόγω προϋπόθεση, εξαιρούνται οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας, για τους οποίους δεν απαιτείται η προϋπόθεση της διαμονής στη χώρα, καθώς και οι συνταξιοδοτούμενοι με τις διατάξεις του Ν. 612/1977.
Το προαναφερόμενο ποσό των 413,76 Ευρώ μηνιαίως (και από 01.01.2024 426,58 Ευρώ) βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών, εφόσον πάντοτε έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης.
Περαιτέρω, για κάθε χρόνο που υπολείπεται των 40 ετών διαμονής στην Ελλάδα μεταξύ του 15ου έτους της ηλικίας και του έτους που συμπληρώνεται το κατά περίπτωση όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης λόγω γήρατος ή το έτος υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, το ποσό μειώνεται κατά 1/40.
Στις περιπτώσεις καταβολής μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, δηλαδή σε όριο ηλικίας μικρότερο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο όριο για πλήρη σύνταξη, το ποσό καταβάλλεται μειωμένο κατά 1/200 για κάθε μήνα (ή 6% για κάθε έτος) που υπολείπεται του αντίστοιχου ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης και σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει το ποσοστό μείωσης που αντιστοιχεί στα πέντε έτη, δηλαδή τους 60 μήνες (60/200).
Σε περίπτωση σώρευσης μειώσεων λόγω διαμονής και λήψης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, το ποσό της Εθνικής Σύνταξης που προκύπτει κατά περίπτωση σύμφωνα με τα έτη ασφάλισης μειώνεται αρχικά βάσει των ετών διαμονής που υπολείπονται των 40 ετών και στη συνέχεια βάσει του ποσοστού μείωσης λόγω λήψης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος.
Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι κάθε συνταξιούχος λαμβάνει μόνο μία εθνική σύνταξη. Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της προέλευσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δηλαδή ανεξαρτήτως εάν οι συντάξεις είναι εξ ιδίου δικαιώματος ή κατά μεταβίβαση, και σε οποιονδήποτε συνδυασμό σώρευσης. Στις περιπτώσεις σώρευσης συντάξεων, χορηγείται μία εθνική σύνταξη, η οποία προκύπτει ως εξής:
α) Αν δικαιούται ή λαμβάνει μία πλήρη σε ποσό σύνταξη και μία μειωμένη κύρια σύνταξη, χορηγείται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
β) Αν δικαιούται ή λαμβάνει δύο μειωμένες κύριες συντάξεις, χορηγείται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αναλογεί σε καθεμία, αρκεί το άθροισμά τους να μην είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
ΙΙ. Ανταποδοτική σύνταξη
Σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 28 του Ν. 4387/2016, όπως έχουν τροποποιηθεί, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται προσθέτοντας τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης που αντιστοιχούν στο σύνολο του χρόνου ασφάλισης και πολλαπλασιάζοντας το άθροισμά τους με τις συντάξιμες αποδοχές.
Η ανταποδοτική σύνταξη καθορίζεται από τα εξής στοιχεία:
– Τον χρόνο ασφάλισης,
– Τις συντάξιμες αποδοχές/εισόδημα επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές,
– Τα ετήσια ποσοστά αναπλήρωσης επί των συντάξιμων απδοχών.
Ανταποδοτική σύνταξη = συντάξιμες αποδοχές * άθροισμα των κατ’ έτος ποσοστών αναπλήρωσης που αντιστοιχεί στο σύνολο του χρόνου ασφάλισης.
*Το γραφείο μας αναλαμβάνει τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης (εθνικής και ανταποδοτικής), όπως και εν γένει τον χειρισμό συνταξιοδοτικών υποθέσεων (καταμέτρηση ενσήμων, υποβολή αίτησης για έκδοση προσυνταξιοδοτικής βεβαίωσης, αναγνώριση πλασματικών, υποβολή αίτησης σύνταξης κ.ο.κ). Για περισσότερες πληροφορίες ή νομικές συμβουλές, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας είτε τηλεφωνικά στο 2313079293 είτε με email στο info@siopi-law.gr*
ΔΑΦΝΗ Ι. ΣΙΩΠΗ
Δικηγόρος, LLM
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Τηλ. 2313079293, 6977568673
Email info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr