Με τον όρο «άδεια αναψυχής» εννοούμε την παροχή στον εργαζόμενο για κάθε ημερολογιακού έτους ελεύθερου χρόνου με διατήρηση της αξίωσής του στο μισθό για το χρόνο αυτό, με σκοπό την ανάπαυση και την αναψυχή του. Για την ετήσια άδεια αναψυχής υπάρχει ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο.
Δέον να σημειωθεί ότι η άδεια αναψυχής («κανονική άδεια») του εργαζομένου διακρίνεται από άλλες άδειες, οι οποίες προβλέπονται είτε με αποδοχές είτε και άνευ αποδοχών για συγκεκριμένο σκοπό. Τέτοιες είναι: α) οι οικογενειακές άδειες, που έχουν ως στόχο την προστασία της οικογένειας και την διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής, όπως είναι η άδεια μητρότητας, η άδεια πατρότητας, η γονική άδεια, η άδεια φροντιστή, η άδεια γάμου κ.α, β) οι συνδικαλιστικές άδειες που έχουν ως στόχο να διευκολύνουν τα συνδικαλιστικά στελέχη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και γ) οι σπουδαστικές άδειες. Επίσης, στο άρθρο 62 του Ν. 4808/2021 θεσπίστηκε για πρώτη φορά στον ιδιωτικό τομέα η «άδεια άνευ αποδοχών».
Ως προς την «κανονική άδεια», το βασικό νομοθέτημα που ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα είναι ο α.ν. 539/1945, ο οποίος εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης στην οποία απασχολούνται ή από το είδος της εργασίας που προσφέρουν.
Για την θεμελίωση δικαιώματος του εργαζομένου να λάβει για πρώτη φορά άδεια αναψυχής, δεν απαιτείται η συμπλήρωση ορισμένου βασικού χρόνου απασχόλησης. Έτσι, η αξίωση γεννάται από την έναρξη της απασχόλησης και ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας που αντιστοιχεί στο διανυθέντα χρόνο απασχόλησης. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση το συνολικό χρόνο της ετήσιας άδειας που είναι 24 εργάσιμες ημέρες ή, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, 20 εργάσιμες ημέρες, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή πρέπει να χορηγείται στον εργαζόμενο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του πρώτου ημερολογιακού έτους (άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3302/2004). Έτσι, η αναλογία είναι για μεν το εξαήμερο 2 ημέρες κατά μήνα (24:12), ενώ για το πενθήμερο 1,666 ημέρες (20:12), οι οποίες όμως στρογγυλοποιούνται σε 2.
Η συμπλήρωση 12 μηνών στον εργοδότη αποτελεί σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό της πλήρους άδειας που είναι 24 εργάσιμες ημέρες ή 20, ανάλογα με το αν ισχύει σύστημα εξαήμερης ή πενθήμερης εργασίας. Γι’ αυτό, με τη συμπλήρωση του δωδεκαμήνου, ο εργαζόμενος έχει αξίωση για το σύνολο της άδειας από την 1η Ιανουαρίου κάθε ημερολογιακού έτους, η δε προσαύξηση της άδειας γίνεται με αφετηρία το χρόνο της άδειας που αντιστοιχεί στο δωδεκάμηνο. Για το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές που αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση, πράγμα που σημαίνει ότι εάν με οποιονδήποτε τρόπο η σχέση εργασίας λυθεί εντός του έτους αυτού, ο εργαζόμενος δικαιούται ποσοστό της πλήρους άδειας. Για τα επόμενα ημερολογιακά έτη ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους ολόκληρη την άδεια που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο κάθε φορά έτος. Έτσι, κατά το έτος πρόσληψης και κατά το δεύτερο έτος ο εργαζόμενος έχει αξίωση για μερική άδεια, ανάλογα με τους μήνες απασχόλησης. Κατά το τρίτο έτος και για τα επόμενα έτη έχει αξίωση για πλήρη άδεια από την 1η Ιανουαρίου του έτους.
Ποια είναι η διάρκεια της άδειας αναψυχής που δικαιούται ο εργαζόμενος;
Όπως προαναφέρθηκε, ο καθοριζόμενος από το νόμο ελάχιστος χρόνος ετήσιας άδειας ανέρχεται σε 24 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους που απασχολούνται έξι ημέρες την εβδομάδα και σε 20 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους που απασχολούνται με το σύστημα της πενθήμερης εργασίας. Ο νόμος προβλέπει συγχρόνως μια κλιμάκωση του συνολικού χρόνου άδειας, ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας του εργαζομένου στον ίδιο (τελευταίο) εργοδότη. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, αφού ο εργαζόμενος συμπληρώσει δωδεκάμηνη εργασία, δικαιούται άδεια 21 ημερών (πενθήμερη εργασία) και 25 ημερών (εξαήμερη εργασία). Για το τρίτο και τα επόμενα εργασιακά έτη ο εργαζόμενος δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους την κανονική ετήσια άδειά του με αποδοχές, δηλαδή 22 ημέρες (πενθήμερη εργασία) και 26 ημέρες (εξαήμερη εργασία). Μετά τη συμπλήρωση 10 ετών εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια 25 εργασίμων ημερών (πενθήμερη εργασία) και 30 εργασίμων ημερών (εξαήμερη εργασία). Μετά την συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας σε οποιοδήποτε εργοδότη οι εργαζόμενοι δικαιούνται μία επιπλέον ημέρα αδείας, δηλαδή 26 ημέρες (πενθήμερη εργασία) και 31 μέρες (εξαήμερη εργασία).
Ποιες παροχές δικαιούται ο εργαζόμενος κατά την διάρκεια της άδειας αναψυχής του;
Α. Αποδοχές αδείας
Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές για ολόκληρο το χρόνο που διαρκεί η άδεια («αποδοχές άδειας»). Πιο συγκεκριμένα: α) Για τους αμειβόμενους με χρονικό μισθό, το άρθρο 3 παρ. 1 του α.ν. 539/1945 ορίζει ότι ο εργαζόμενος δικαιούται τις «συνήθεις αποδοχές» που θα δικαιούταν αν απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο. β) Για τους αμειβόμενους κατ’ αποκοπήν ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή με άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, οι αποδοχές άδειας εξευρίσκονται με τον πολλαπλασιασμό του μέσου όρου των ημερήσιων αποδοχών του διαστήματος από την πρόσληψη μέχρι την έναρξη της άδειας (για την πρώτη άδεια) ή από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας (για τις μεταγενέστερες άδειες) επί τον αριθμό των εργάσιμων ημερών που περιλαμβάνονται στην άδειά τους.
Β. Επίδομα αδείας
Ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζομένου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, υποχρεώνει τον εργοδότη να καταβάλει μαζί με τις αποδοχές αδείας και ένα πρόσθετο ποσό που ονομάζεται «επίδομα αδείας». Το επίδομα αδείας ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με τον περιορισμό ότι αυτό δεν μπορεί να υπερβεί τον μισό μισθό για όσους αμείβονται με μηνιαίο μισθό και τα 13 ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή με ποσοστά κλπ.
Πώς χορηγείται η άδεια αναψυχής;
Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να παράσχει την άδεια, έστω και αν δεν την ζήτησε ο εργαζόμενος, οπωσδήποτε μέσα στο ημερολογιακό έτος («έτος άδειας») για το οποίο αυτή χορηγείται. Η ετήσια άδεια αναψυχής του εργαζομένου χορηγείται σε συνεννόηση με τον εργοδότη ως προς τον χρόνο χορήγησής της και, σε κάθε περίπτωση, εντός διμήνου από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον εργαζόμενο. Οι μισοί τουλάχιστον εργαζόμενοι μίας επιχείρησης πρέπει να πάρουν την άδειά τους μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1 Μαΐου μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου. Με νομοθετική ρύθμιση (άρθρο 61 του Ν. 4808/2021), δίνεται η δυνατότητα μεταφοράς της ετήσιας κανονικής άδειας μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους (για την άδεια αναψυχής του 2023, μέχρι το τέλος Μαρτίου 2024).
Η άδεια χορηγείται αυτούσια. Αυτούσια εκπλήρωση σημαίνει ότι η άδεια πρέπει να υλοποιηθεί με την απαλλαγή του εργαζομένου από την υποχρέωση παροχής εργασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, χωρίς να είναι δυνατή οποιαδήποτε παραίτηση. Απαγορεύεται έτσι κάθε συμφωνία για την «εξαργύρωση» του ελεύθερου χρόνου με οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Παρέκκλιση από την αρχή της αυτούσιας εκπλήρωσης και μετατροπή της αξίωσης για άδεια σε χρηματική έχουμε στις περιπτώσεις που η αυτούσια εκπλήρωση δεν είναι αντικειμενικά δυνατή, είτε γιατί η σύμβαση λύθηκε πριν από τη λήψη της άδειας είτε γιατί παρήλθε το ημερολογιακό έτος μέσα στο οποίο όφειλε ο εργοδότης να χορηγήσει την άδεια, αφού δεν επιτρέπεται μεταφορά της άδειας σε επόμενο έτος.
Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης του εργοδότη για χορήγηση της κανονικής άδειας στον εργαζόμενο;
Για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης από τον εργοδότη της υποχρέωσής του να χορηγήσει στον εργαζόμενο εντός του ημερολογιακού έτους και σε κάθε περίπτωση εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου έτους την άδεια αναψυχής, ο νόμος προβλέπει αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις:
α) Η αστική κύρωση συνίσταται στην υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει στον εργαζόμενο αυξημένες τις αποδοχές αδείας κατά 100% (άρθρο 5 παρ. 1 α.ν. 539/1945). Ο εργοδότης υποχρεούται επίσης να καταβάλει και το επίδομα αδείας. Η προσαύξηση 100% αφορά μόνο τις αποδοχές αδείας και όχι το επίδομα αδείας.
β) Εφόσον ο εργοδότης από πρόθεση δεν χορήγησε την άδεια υπέχει και ποινική ευθύνη κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του α.ν. 539/1945.
Ποια είναι η τύχη της άδειας σε περίπτωση λύσης της σύμβασης;
Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο πριν από τη λήψη της άδειας, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα αδείας που θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί κανονικά η άδεια. Αν η σχέση εργασίας λυθεί κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (έτος πρόσληψης) ή εντός του δεύτερου ημερολογιακού έτους, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης, καθώς επίσης άλλα 2 ημερομίσθια ως επίδομα αδείας για κάθε μήνα απασχόλησης (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων). Αν έχει κάνει χρήση του δικαιώματος για μερική άδεια, θα αφαιρεθούν οι αντίστοιχες ημέρες άδειας. Αν η σχέση εργασίας λυθεί κατά το τρίτο ή σε οποιοδήποτε επόμενο ημερολογιακό έτος, οφείλονται στον εργαζόμενο πλήρεις οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας που θα ελάμβανε αν κανονικά του χορηγούνταν η άδεια κατά το έτος αυτό.
* Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία σε πάσης φύσεως ζητήματα εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου (απολύσεις, οφειλή δεδουλευμένων αποδοχών, διεκδίκηση υπερωριών και πάσης φύσης εργατικών απαιτήσεων, άκυρη απόλυση, παράσταση σε πάσης φύσεως εργατικές διαφορές, καταμέτρηση ενσήμων, υπολογισμός ποσού σύνταξης, υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης, συντάξεις γήρατος, αναπηρίας, θανάτου κ.ο.κ). Για περαιτέρω νομικές συμβουλές ή για την ανάθεση της υπόθεσής σας στο γραφείο μας μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο τηλ. 2313 079293 ή με email στο info@siopi-law.gr. Σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013)*
Δάφνη I. Σιώπη
Δικηγόρος LLM
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Τ. 2313 079293, 6977 568673
Ε. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr