Δυνάμει πρόσφατης νομοθετικής αλλαγής που συντελέστηκε (Ν. 4738/2020), δίνεται η δυνατότητα σε πρόσωπα (οφειλέτες) που αδυνατούν να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις να αιτηθούν την απαλλαγή τους μέσω της κήρυξής τους σε κατάσταση «πτώχευσης». Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πτώχευση μικρού αντικειμένου, η οποία αφορά την πλειοψηφία των οφειλετών σήμερα. Η πτώχευση μικρού αντικειμένου (Π.Μ.Α.) συντελείται μέσω μίας περισσότερο απλοποιημένης διαδικασίας που ρυθμίζεται στα άρθρα 172-188 ΠτΚ, με απώτερο σκοπό να κινείται και να περαιώνεται ταχύτερα η κήρυξη της πτώχευσης του οφειλέτη.
Ορισμός:
Ως πτώχευση μικρού αντικειμένου ορίζεται αυτή στην οποία ο οφειλέτης ικανοποιεί τα κριτήρια προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας του άρθρου 2 του ν. 4308/2014 (Α’ 251). Αρχικά, πολύ μικρή οντότητα θεωρείται εκείνη η οποία κατά την ημερομηνία του ισολογισμού της δεν υπερβαίνει τα όρια τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:
α) Σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων): 350.000 ευρώ.
β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 700.000 ευρώ.
γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 10 άτομα. Εξαιρετικά, η ετερόρρυθμη εταιρεία, η ομόρρυθμη εταιρεία, η ατομική επιχείρηση και κάθε άλλη οντότητα, που υποχρεούται να εφαρμόζει το νόμο 4308/2014 από φορολογική ή και άλλη νομοθετική διάταξη, εντάσσονται στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων με μόνη προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών τους δεν υπερβαίνει το ποσό του 1.500.000 ευρώ, χωρίς χρήση δεύτερου κριτηρίου (άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 4308/2014).
Τα παραπάνω κριτήρια αναφέρονται σε νομικά πρόσωπα, ωστόσο, ο νομοθέτης με το νέο νόμο 4738/2020 υποδεικνύει την αναλογική εφαρμογή τους και σε φυσικά πρόσωπα με βάση το ενεργητικό της περιουσίας τους. Δηλαδή, για την ένταξη στη διαδικασία της πτώχευσης μικρού αντικειμένου, θα πρέπει το ενεργητικό της περιουσίας του προσώπου να μην ξεπερνά τις 350.000 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, η ακίνητη περιουσία του φυσικού προσώπου, εφόσον αυτή βρίσκεται στην Ελλάδα, αποτιμάται βάσει της φορολογητέας αξίας για τον υπολογισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. (βάσει του ν. 4223/2013), όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία πράξη προσδιορισμού φόρου (α. 11 § 1 ν.4738/2020 – εκτός αν βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και υπολογίζεται βάσει της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου), ενώ, εφόσον αυτή βρίσκεται στην αλλοδαπή, βάσει της εμπορικής αξίας από έκθεση εκτιμητή ακινήτων (α. 11 § 2 ν.4738/2020).
Πότε μπορεί να πτωχεύσει ένας οφειλέτης;
Για να κηρυχθεί ο οφειλέτης σε πτώχευση πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών, δηλαδή να «αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο». Μάλιστα, «δεν αποτελούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πληρωμές που πραγματοποιούνται με δόλια ή καταστρεπτικά μέσα» (ά. 77 § 1 ν. 4738/2020). Για τις πτωχεύσεις «μικρού αντικειμένου», ειδικότερα, υπάρχει, εκτός αποδείξεως του αντιθέτου, τεκμήριο (αναλογικά από το α. 77§2) παύσης πληρωμών για τον οφειλέτη «όταν δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ». Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον οι δανειστές με την υποβληθείσα παρέμβασή τους δεν αποδείξουν το αντίθετο και πληρούνται τα ως άνω κριτήρια, τεκμαίρεται αυτομάτως ότι υφίσταται η παύση πληρωμών που απαιτείται για να εισαχθεί ο οφειλέτης στο καθεστώς της πτωχευτικής διαδικασίας.
Ποια είναι τα απαραίτητα βήματα;
Το καθ’ ύλην αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την εν λόγω πτωχευτική διαδικασία είναι πάντοτε το Ειρηνοδικείο και προκειμένου να εντοπίσουμε, έπειτα, και ποιο είναι το κατά τόπο αρμόδιο Ειρηνοδικείο εξετάζουμε εάν ο οφειλέτης ασκεί ή όχι επιχειρηματική δραστηριότητα. Εφόσον η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι θετική, κρίσιμο είναι το κέντρο των κύριων συμφερόντων του (α. 78 § 3 ν.4738/2020), ειδάλλως, είναι ο τόπος της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία φορολογική του δήλωση. Για τους πιστωτές που υποβάλλουν οι ίδιοι την αίτηση πτώχευσης μπορούν να λάβουν γνώση της σχετικής πληροφορίας με αίτηση τους προς την ΑΑΔΕ. Για τα νομικά πρόσωπα, μάλιστα, ως κέντρο κύριων συμφερόντων νοείται κατά τεκμήριο η καταστατική τους έδρα.
Η αίτηση πτώχευσης μπορεί να υποβληθεί από τον ίδιο τον οφειλέτη, τους πιστωτές του ή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, εφόσον συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος (α. 78 § 2, 79 § 1 ν.4738/2020). Η αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας (εφεξής «Η.Μ.Φ.»). Μάλιστα, ορισμένα ειρηνοδικεία ζητούν την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης και σε φυσική μορφή προκειμένου να λάβει Γενικό και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Γ.Α.Κ. και Ε.Α.Κ., όπως λαμβάνει παραδοσιακά κάθε δικόγραφο που κατατίθεται) και να σχηματιστεί ο οικείος φάκελος και σε φυσική μορφή. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα Ειρηνοδικεία δεν έχουν πιστοποιηθεί στο ηλεκτρονικό σύστημα, με συνέπεια να μην λαμβάνει η αίτηση αριθμό κατάθεσης, όπως προβλέπεται ηλεκτρονικά και να μην εκκινεί το προβλεπόμενο στον νόμο 30ήμερο εντός του οποίου η αίτηση πτώχευσης πρέπει να δημοσιοποιηθεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 79 § 3 ν. 4738/2020 πληροφορούμαστε ότι, για να μην απορριφθεί η αίτηση ως απαράδεκτη, «στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, η επωνυμία, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), καθώς και η διεύθυνση, όπου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του ή κατά περίπτωση το κέντρο των κύριων συμφερόντων του και τις τυχόν δευτερεύουσες εγκαταστάσεις του. Επίσης στην αίτηση που αφορά έμπορο πρέπει να αναγράφεται και ο αριθμός Γενικού Εμπορικού Μητρώου του οφειλέτη», ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου «Περαιτέρω η αίτηση πρέπει να αναφέρει τον προτεινόμενο σύνδικο με το όνομα, επώνυμο, και τη διεύθυνση αυτού και η αίτηση να συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση του υποψήφιου συνδίκου ότι αποδέχεται τον διορισμό και από δήλωσή του περί μη υπάρξεως κωλύματος». Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητη η αναφορά συνδίκου, εφόσον την αίτηση υποβάλλει ο οφειλέτης και η αίτηση περιέχει δήλωση ότι δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση υποψήφιου συνδίκου που να αποδεχθεί τον διορισμό. Επιπλέον, η αίτηση πρέπει να περιέχει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον αυτές υπάρχουν, διαφορετικά, είναι απαραίτητο να υπάρχουν: α) η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, β) η δήλωση στοιχείων ακινήτων και γ) η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον ο οφειλέτης έχει αναπτύξει τέτοια (ά.174 ν.4738/2020). Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από κατάσταση με το σύνολο των δανειστών του οφειλέτη, βεβαίωση από την αρμόδια ΔΟΥ για τα χρέη προς το Δημόσιο (αν υπάρχουν) και σε πρωτότυπο, με ποινή απαραδέκτου, γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για την αντιμετώπιση των πρώτων εξόδων της πτώχευσης. Η βεβαίωση πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τις βεβαιωμένες οφειλές του αιτούντος, ατομικές και από συνυπευθυνότητα αλλά και τυχόν φορολογικές εκκρεμότητες αυτού.
Καταληκτικά, αν κριθεί ότι η περιουσία του οφειλέτη (συγκεκριμένα τα μη βεβαρυμένα με υποθήκη ή με ενέχυρο στοιχεία της) είναι μη ρευστοποιήσιμη και οι ετήσιες απολαβές του «δεν υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης», τότε δεν κηρύσσεται πτώχευση, αλλά ο οφειλέτης εγγράφεται στο Η.Μ.Φ. και το γραμμάτιο των διακοσίων πενήντα ευρώ του επιστρέφεται, εφόσον το είχε ήδη καταβάλλει. Όμως, και σε αυτή την περίπτωση μπορούν να επέλθουν τα ευνοϊκά αποτελέσματα της απαλλαγής. Εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από τον ίδιο τον οφειλέτη, είναι απαραίτητη η συναίνεσή του στην άρση του τραπεζικού και φορολογικού του απορρήτου. Σε περίπτωση που η αίτηση πτώχευσης ασκείται από τους πιστωτές χρειάζεται να κοινοποιηθεί εντός δέκα εργασίμων ημερών στους υπόλοιπους διαδίκους προκειμένου να λάβουν γνώση, χωρίς βέβαια να ορίζεται το αφετηριακό σημείο εκκίνησης της εν λόγω προθεσμίας. Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να κηρυχθεί η πτώχευση από το πτωχευτικό δικαστήριο χρειάζεται με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του να πιθανολογηθεί ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη, επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας (α. 77 § 4, 178 ν.4738/2020) και επιστρέφεται, όπως τονίστηκε ανωτέρω, το παράβολο, εφόσον είχε κατατεθεί.
Ποιο κώλυμα μπορεί να εμποδίσει τη διαδικασία;
Το κύριο εμπόδιο που μπορεί να συναντήσει ο οφειλέτης στη συγκεκριμένη διαδικασία πτώχευσης είναι οι παρεμβάσεις που μπορεί να υποβάλλουν οι δανειστές του μέσω του Η.Μ.Φ.. Βάσει του άρθρου 213, μάλιστα, όλες οι διαδικαστικές πράξεις και τα ένδικα βοηθήματα ασκούνται ηλεκτρονικά μέσω του Η.Μ.Φ.. Εάν οι δανειστές δεν υποβάλλουν καθόλου ή υποβάλλουν πρόσθετη παρέμβαση που αφορά το διορισμό συνδίκου (δηλαδή το πρόσωπο που θα διοριστεί από το δικαστήριο και θα είναι επιφορτισμένο με την επίβλεψη της διαδικασίας, τη διαχείριση και την εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη), τότε με την παρέλευση τριάντα ημερών (30) από τη δημοσίευση της αίτησης πτώχευσης στο Η.Μ.Φ. η αίτηση γίνεται αυτομάτως δεκτή (ά. 173 ν. 4738/2020). Αντιθέτως, η υποβολή κύριας παρέμβασης με αίτημα την απόρριψη της αίτησης διαφοροποιεί τη διαδικασία, καθότι μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης οι δύο πλευρές οφείλουν να καταθέσουν προτάσεις, με τη δυνατότητα προσθήκης/αντίκρουσης εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών μετά τη συμπλήρωση εξήντα (60) ημερών. Με την παρέλευση της προθεσμίας για προσθήκη/αντίκρουση το Ειρηνοδικείο είναι υποχρεωμένο να εκδώσει απόφαση εντός δύο (2) μηνών. Πρόκειται, δηλαδή, για μία τυπική και έγγραφη, καταρχήν, διαδικασία, κατά την οποία η αίτηση πτώχευσης συζητείται χωρίς ακροαματική διαδικασία. Αυτό, σε αντίθεση με την κύρια διαδικασία πτώχευσης, όπου ακολουθούνται οι κανόνες που διέπουν την εκούσια δικαιοδοσία (747 – 781 ΚΠολΔ). Με την απόφαση που θα εκδώσει το δικαστήριο, και, εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση πτώχευσης, θα διοριστεί σύνδικος και θα οριστεί ημερομηνία παύσης πληρωμών (ά. 177 § 5 ν.4738/2020). Ο νομοθέτης ορίζει ότι η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκειται μόνο στο ένδικο μέσο της εφέσεως (ά 187 ν.4738/2020).
Ποια είναι τα αποτελέσματα της πτώχευσης μικρού αντικειμένου;
Ο οφειλέτης μπορεί να απαλλαχθεί, τρία έτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης ή την εγγραφή στο Η.Μ.Φ. ανεξαρτήτως της αναγγελίας των απαιτήσεων (ά.192 ν.4738/2020). Υπάρχει, επίσης, και η δυνατότητα απαλλαγής στο ένα (1) έτος, όταν η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή και άλλα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των εκατό χιλιάδων ευρώ, εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στην διάρκεια των δώδεκα μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης (α. 92 § 3). Η απαλλαγή του οφειλέτη αφορά οφειλές ατομικές (δηλαδή βεβαιωμένες στον ΑΦΜ του οφειλέτη) ή οφειλές από συνυπευθυνότητα (δηλαδή βεβαιωμένες στον ΑΦΜ τρίτου προσώπου, για την καταβολή των οποίων ο οφειλέτης ευθύνεται εις ολόκληρον με το πρόσωπο αυτό), οι οποίες ανάγονται σε χρόνο πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσης του νόμιμου τίτλου είσπραξης και ανεξαρτήτως του αν οι οφειλές έχουν αναγγελθεί ή όχι. Ο μισθός και η σύνταξη περιλαμβάνονται στα ακατάσχετα (βάσει 982 § 2 ΚΠολΔ), οπότε το μεγαλύτερο μέρος του ετήσιου εισοδήματος βρίσκεται αυτομάτως εκτός πτωχευτικής περιουσίας, δυνάμει και του γεγονότος ότι ο νόμος δεν εντάσσει ούτως ή άλλως στην τελευταία το εισόδημα που αντιστοιχεί στις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.
* Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία στον χειρισμό υποθέσεων εμπορικού δικαίου και εν γένει υποθέσεων ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων. Για περισσότερες πληροφορίες ή νομικές συμβουλές, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας είτε μέσω email στο info@siopi-law.gr είτε τηλεφωνικά στο 2313079293*
Δάφνη I. Σιώπη
Δικηγόρος LLM
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Τ. 2313 079293, 6977 568673
Ε. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr