Η επιλογή της ορισμένης διάρκειας (σε σύγκριση με την αόριστη διάρκεια) σε μία σύμβαση εργασίας συχνά ενέχει την πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας από τον εργοδότη. Κατά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη, ο εργαζόμενος περιβάλλεται από μια σειρά προστατευτικών διατάξεων, είτε αυτές αφορούν στην αποζημίωση λόγω της απόλυσης, είτε σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθενται περιορισμοί στην ίδια τη δυνατότητα καταγγελίας (όπως στην περίπτωση της μητρότητας). Η προστασία αυτή δεν παρέχεται, αντίθετα, στους εργαζόμενους με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, αφού αυτές λύνονται με την πάροδο ορισμένης διάρκειας. Συνεπώς, προκειμένου να μην υποχρεούνται στην τήρηση των διατυπώσεων και των λοιπών όρων καταγγελίας της σύμβασης αορίστου χρόνου, είναι συχνή πρακτική η προσφυγή των εργοδοτών σε διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Επειδή από πολύ νωρίς έγινε αντιληπτό ότι οποιουσδήποτε περιορισμούς και να έθετε το κράτος στην ελευθερία του εργοδότη να καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, η αποτελεσματική προστασία της θέσης εργασίας δεν θα εξασφαλιζόταν αν ο εργοδότης είχε απόλυτη ελευθερία να συνάπτει συμβάσεις ορισμένου χρόνου (και δη διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μικρής διάρκειας), τέθηκαν νομοθετικώς περιορισμοί στην σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Για τις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο έχει εκτεθεί αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο μας (δείτε εδώ). Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα.
Κατ’ εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1999/70, με την οποία τέθηκαν περιορισμοί στην σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, έχει εκδοθεί στην Ελλάδα το Π.Δ. 164/2004, το οποίο έχει ως αντικείμενο ρύθμισης τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα. Το Π.Δ. 164/2004 καθιερώνει την αρχή της μη διάκρισης, ορίζοντας στο άρθρο 4 ότι «όσον αφορά τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβασή τους είναι ορισμένου χρόνου, να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου. Κατ’ εξαίρεση και μόνον επιτρέπεται διαφορετική αντιμετώπιση κάθε φορά που συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι την δικαιολογούν».
Όσον αφορά τους περιορισμούς στη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 θέτει ως γενικό κανόνα την απαγόρευση τέτοιων συμβάσεων που συνάπτονται διαδοχικά είτε χωρίς κενό είτε με ενδιάμεσο κενό μικρότερο των 3 μηνών. Όμως η απαγόρευση δεν καλύπτει κάθε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά περιορίζεται στις περιπτώσεις συμβάσεων που αφορούν τον ίδιο εργοδότη και για τις συμβάσεις που έχουν ως περιεχόμενο τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας.
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με μεσολαβούν διάστημα μικρότερο των 3 μηνών εφόσον συντρέχει αντικειμενικός λόγος. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Π.Δ. 164/2004, τέτοιος λόγος υφίσταται «όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης». Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, καθώς επίσης δεν επιτρέπεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικά μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας να υπερβαίνει τους 24 μήνες (άρθρο 5 παρ. 4 και 6 παρ. 1 Π.Δ. 164/2004).
Ως συνέπεια της σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου κατά παράβαση των παραπάνω περιορισμών, το Π.Δ. προβλέπει την αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων αυτών (άρθρο 7 παρ. 1). Στο ζήτημα ακριβώς των συνεπειών εντοπίζεται μια βασική διαφορά με τον ιδιωτικό τομέα, όπου ως συνέπεια προβλέπεται η μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Στο πλαίσιο του δημοσίου τομέα, η μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου θα προσέκρουε στην απαγόρευση του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος. Περαιτέρω, το Π.Δ. 164/2004 ορίζει ότι σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Επίσης, η ίδια διάταξη ορίζει ότι ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό που δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Παράλληλα, προβλέπεται για τον παραβάτη η επιβολή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων.
* Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία σε πάσης φύσεως ζητήματα εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου (απολύσεις, οφειλή δεδουλευμένων αποδοχών, διεκδίκηση υπερωριών και πάσης φύσης εργατικών απαιτήσεων, άκυρη απόλυση, παράσταση σε πάσης φύσεως εργατικές διαφορές, καταμέτρηση ενσήμων, υπολογισμός ποσού σύνταξης, υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης, συντάξεις γήρατος, αναπηρίας, θανάτου κ.ο.κ). Για περαιτέρω νομικές συμβουλές ή για την ανάθεση της υπόθεσής σας στο γραφείο μας μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο τηλ. 2313 079293 ή με email στο info@siopi-law.gr. Σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013)*
Δάφνη I. Σιώπη
Δικηγόρος LLM
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Τ. 2313 079293, 6977 568673
Ε. info@siopi-law.gr, dsiopi@siopi-law.gr